Με καθαρές ζημιές 218 εκατ. ευρώ από την αρχή του 2019 και με συνολικές ζημιές 903 εκατ. ευρώ για το 2018, η ΔΕΗ βρίσκεται σε κρίση. Δικαιολογώντας τα καταστροφικά οικονομικά αποτελέσματα του α’ τριμήνου 2019, ο πρόεδρος της δημόσιας εταιρείας ηλεκτροπαραγωγής έριξε την ευθύνη σε «εξωγενείς παράγοντες», όπως η «ραγδαία αύξηση της τιμής των δικαιωμάτων CO2», αλλά και η αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου.

Η αλήθεια είναι πως στο επίκεντρο αυτής της καταστροφικής πορείας βρίσκεται η λιγνιτοπληξία των διοικήσεων της εταιρείας και των αρμόδιων για την ενέργεια υπουργών των τελευταίων ετών.

Σε μια ύστατη προσπάθεια σωτηρίας, ο πρόεδρος Εμ. Παναγιωτάκης ζητάμε επιστολή του την επίτροπο Ανταγωνισμού της ΕΕ να επιτρέψει στην κυβέρνηση να προσφέρει οικονομική ένεση για να μην καταρρεύσει οικονομικά η ξεκάθαρα ζημιογόνος νέα λιγνιτική μονάδα Πτολεμαΐδα V. Στην επιστολή αναφέρει μεταξύ άλλων ότι εκτινάχθηκαν απρόβλεπτα οι τιμές δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα (σύστημα που θεσπίστηκε σε εφαρμογή της θεμελιώδους για το ενωσιακό δίκαιο αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει»), αλλά και το κόστος του φυσικού αερίου.

Οι σειρήνες συναγερμού για τις οικονομικά δραματικές προοπτικές των επενδύσεων σε ορυκτά καύσιμα είχαν αρχίσει να ηχούν δυνατά πολύ πριν την έναρξη κατασκευής της πέμπτης λιγνιτικής μονάδας της Πτολεμαΐδας. Ήδη από το 2013, το WWF Ελλάς είχε δημοσιεύσει οικονομοτεχνική έκθεση που υπολόγιζε ότι η επένδυση θα ήταν ζημιογόνα με καθαρά οικονομικούς όρους. Αλλά και η Κομισιόν είχε από το 2013 εκτιμήσει σενάρια με τα οποία οι τιμές εκπομπών CO2 θα κυμανθούν από 35 €/tn το 2030 μέχρι 100 €/tn τοo 2050.  Το οικονομικό ναυάγιο της ΔΕΗ είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που σε κάνουν να λες πως θα ήταν καλύτερα να μην είχες δίκιο.

Σίγουρα σε αυτήν την αδράνεια της ΔΕΗ ρόλο είχε και η ενισχυτική για τον λιγνίτη εικόνα που δόθηκε από την ΕΕ με την πίεση για πώληση λιγνιτικών μονάδων. Δεδομένου ότι στόχος της ενωσιακής πολιτικής για τον ανταγωνισμό είναι η τόνωση των αγορών, η πίεση για άνοιγμα της αγοράς του λιγνίτη στην Ελλάδα αναμφίβολα εκλήφθηκε ως μήνυμα στήριξης προς ένα ρυπογόνο ενεργειακό ορυκτό που κανονικά θα έπρεπε να αφεθεί στη μη ανταγωνιστική μοίρα του. Σε κοινή επιστολή WWF και Greenpeace προς την αρμόδια επίτροπο Μαργκρέτε Βεστέγιερ επισημάνθηκε αυτή η αναντιστοιχία μεταξύ των κορυφαίας σημασίας κλιματικών και περιβαλλοντικών στόχων της ΕΕ με την ενωσιακή νομοθεσία για τον ανταγωνισμό, αλλά και η ανάγκη να αφεθεί ο λιγνίτης στην οικονομικά καθοδική πορεία του.

Πρόκειται για δραματική εξέλιξη μιας δημόσιας επιχείρησης που το 1982 άνοιξε την ενεργειακή καινοτομία στην Ευρώπη με τα εγκαίνια του πρώτου αιολικού πάρκου στην Κύθνο, ενώ το 2009 είχε δημόσια δεσμευθεί για μηδενισμό των εκπομπών άνθρακα μέχρι το 2050.

Με τις ζημιές της ΔΕΗ χάνουμε όλοι. Όχι απλώς επειδή το κόστος θα το δούμε τελικά στους λογαριασμούς μας, αλλά επειδή οι δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας πρέπει να βρίσκονται στην πρωτοπορία και να ανοίγουν δρόμους περιβαλλοντικής και τεχνολογικής καινοτομίας.

Δεν είναι αργά για τη διοίκηση της ΔΕΗ και για την επόμενη κυβέρνηση να διορθώσουν την πορεία προς τη συντριβή. Το πάγωμα της κατασκευής της Πτολεμαΐδας V προϋποθέτει ριζική στροφή, αλλά είναι η μόνη λογική λύση για μια επένδυση που δεν έχει κανένα μέλλον.

Η ΔΕΗ είναι απαραίτητο να στραφεί προς την καθαρή ενέργεια και να επενδύσει στον αναπροσανατολισμό του εργατικού δυναμικού της προς υψηλής τεχνολογικής καινοτομίας εξειδίκευση. Μεγάλη σημασία έχει η αξιοποίηση λειτουργικών υδροηλεκτρικών μονάδων για αποθήκευση ενέργειας, οι οποίες είναι απαραίτητο να παραμείνουν στην κυριότητά της.

Η μεγαλύτερη ενεργειακή πρόκληση για την επόμενη κυβέρνηση είναι να βάλει την Ελλάδα σε καθαρή τροχιά απελευθέρωσης από τον άνθρακα, ώστε να κερδηθεί το έδαφος που έχει χαθεί από την προσκόλληση στον λιγνίτη και τους υδρογονάνθρακες. Άμεση προτεραιότητα η θέσπιση χρονοδιαγράμματος απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων. Καιρός είναι όμως να σταματήσουν και οι κρατικές ενισχύσεις προς την ηλεκτροπαραγωγή από ορυκτά καύσιμα που μόνο με υπέρογκο κλιματικό και οικονομικό κόστος φορτώνουν την ελληνική οικονομία.

Η κλιματική κρίση καταλαμβάνει πλέον κεντρική θέση στο ευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό. Η αποτελεσματική απελευθέρωση όμως της Ελλάδας από τα ορυκτά καύσιμα απουσιάζει από τον δημόσιο διάλογο μεταξύ των κομμάτων που διεκδικούν την κυβέρνηση στις εκλογές της 7ης Ιουλίου. Η πολιτική εθελοτυφλία μπροστά σε μια κρίση που ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη δεν την εξαφανίζει, απλά κρατάει τη χώρα όμηρο μιας οπισθοδρομικής και ζημιογόνας ενεργειακής πολιτικής.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε, με άλλον τίτλο, στην έντυπη έκδοση της Καθημερινής στις 2 Ιουλίου 2019.


Σχόλια